‘Αρθρο του Talibremal για το Γκράνμα
Ένα μετουσιωμένο σκιάχτρο πλανάται πάνω από τις περιπεσούσες εν ‘σοσιαλισμό’ χώρες, εντούτοις δεν ίπταται θριαμβευτικό και απειλητικό όπως ο πρόγονός του. Αυτή τη φορά, την εικοστή επέτειο της πτώσης του τείχους και με μια πρωτοφανών διαστάσεων κοινωνικοοικονομική κρίση να καλπάζει παγκοσμίως, τίθεται∙ αγγόγυστα, το ερώτημα: Τι απόμεινε τελικά από τον υπαρκτό σοσιαλισμό και ποιες κοινωνικο-ψυχολογικές διαστάσεις αναβιώνουν στα συντρίμμια ενός ‘ανεκπλήρωτου έρωτα’ ως κοινωνικού συμβολαίου;
To αρθράκι θα επικεντρωθεί στην Αλβανική έκδοση της ‘σοσιαλιστικής’ νοσταλγικής κοινωνιοπαθολογίας. Πέρα από μια πρώτη, σταχυολογική, εισαγωγική προσέγγιση της αλβανικής περίπτωσης για την ανάδειξη των sui generis χαρακτηριστικών της, σκοπός μας θα αναδειχθεί η ψηλάφιση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συνεπειών της πτώσης του Χοτζικού καθεστώτος.
Εν συνεχεία τη προβληματική που τίθεται, εάν δηλαδή υπάρχει η όχι νοσταλγία του καθεστώτος στην Αλβανία, θα προσπαθήσουμε, εκφέροντας μια άρνηση, να την αναλύσουμε με τους όρους της χαοτικής και τραυματικής μετάβασης.
Η Αλβανία αποτελεί μια εξαιρετικά λαβυρινθώδης, επίπονη αλλά και ανταμείβουσα, ιστορικοκοινωνική οντότητα. Η αλβανική ιδιαιτερότητα δεν ίσταται μόνο επί των αρχών του περιπλεγμένου εθνικού αλβανικού ζητημάτος και της εθνικής του κατασκευής. Τα ταραγμένα κύματα του Οθωμανικού ναυαγίου, οι αδιάλειπτοι συνεχείς πόλεμοι και εξωτερικές επεμβάσεις, πουκαλύπτουν με αμείωτη συνέχεια όλη τη περίοδο από τα τέλη του 19ου έως τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, άφησαν μια τρομερά καταπονημένη και καθυστερημένη, σε ποικιλία δεικτών, αλβανική κοινωνία.
Χωρίς να εντρυφήσουμε σε μια λεπτομερή ανάλυση της αλβανικής κοινωνικοικονομικής κατάστασης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπων είναι να δειχθεί ότι ένα ποσοστό περί του 80% του γενικού πληθυσμού παρέμενε αναλφάβητο και ενώ, πέρα των κύριων αστικών περιοχών, οι κρατικές δομές παρέμεναν ‘όνειρο θερινής νυχτός’ εξυγχρονιστών διανοουμένων .[1]
Μαζί με τις ημι-φεουδαλικές, εκ των πραγμάτων, παραγωγικές σχέσεις, σε μια πλήθωρα περιοχών της χώρας, ειδικά των πιο απομονωμένων γεωγραφικά, ίσως να είναι πιο εύκολο να δεισδύσουμε πιο παραστατικά στο ιστορικό γίγνεσθαι της τότε εποχής. Χρονίζουσα ανεπάρκεια δομών, αρκετά μεγάλη διοικητική και κοινωνική επισφάλεια, οικονομική ασφυξία είναι τα επίθετα που χαρακτηρίζουν επίσης την Αλβανική Προεδρευομένη Δημοκρατία που προέκυψε με το ωστικό κύμα της κατάρρευσης του Ανατολικού Μπλοκ. Τι μεσολάβησε λοιπόν;
Πως επεξηγείται μια περίοδος μισού αιώνα έγερσης κρατικού ‘σοσιαλισμού’ και τι κληρονομιά αφήνει πίσω της;
Ποιός είναι ο Αλβανός Τρικούπης που πρέπει να πει το τις πταίει;
Σίγουρα, πάντως, δεν είναι ο σημερινός μνήστηρας της εξουσίας, Σαλί Μπερίσα.
Ο ίδιος που σε δίκες του καθεστώτος Χότζα υπηρετούσε σε ρόλο μάρτυρας κατηγορίας και ουρλίαζε για τη μεγίστη των ποινών στους εχθρούς του κόμματος και της πατρίδας, βρήκε τη μόνη του πραγματική πατρίδα μετά το 90: money, money, money.
Η δημόσια αλλά και η ακαδημαική συζήτηση που έχει ανέλθει στο προσκήνιο συνίσταται στην επαναξιολόγηση, ετεροβαρή αλλα και αντιφατική, των κοινών τραυματικών εμπειριών. Ανασκαλίζοντας το παρελθόν, με μια αναδρομικά κριτική διάθεση, που κοιτάει και συγκρίνει προς Δυσμάς μ’ένα γλυκόπικρο βλέμμα, τα βγαλθέντα συμπεράσματα αποκτούν μια μανιχαική προοπτική.
Η ‘σοσιαλιστική’ περίοδος κρίνεται, εύλογα κατανοητό, από τις μεγαλύτερες ηλικιακά αλλά και τις πιο ευπαθείς ομάδες, με μια θετική, ως επί του συνόλου θέση, ματιά. Το κυριώτερο στοιχείο που αξιολογείται ως θετικό είναι η σταθερότητα της κοινωνικής νόρμας. Δηλαδή αξιολογούνται καταρχάς η σταθερότητα των συμβόλων της κοινωνικής υπάρξης αλλά και οι προϋπάρχουσες κοινωνικές δομές (γειτονιά, οικογένεια, φιλικό περιβάλλον) που διερράγησαν απότομα και σχεδόν ολοκληρωτικά.
Το τελευταίο δεν αποτελεί ένα χαρακτηριστικό αλβανικό φαινόμενο σοσιαλ-νοσταλγίας, αλλά εάν λάβει κανείς υπόψη την συνεχιζόμενη θυελλώδη πολιτική πορεία του αλβανικού κράτους[2], αυτό το σισύφειο σχήμα ανάλυσης της υφιστάμενης πραγματικότητας, φαίνεται να έχει εντυπωθεί δυνατά στο συλλογικό υποσυνείδητο της αλβανικής κοινωνίας.
Εκσφενδονισμένη στο αγριεμένο πελάγος της παγκοσμιοποίησης, η Αλβανία διαπέρασε και διαπερνάει μια κρίση ταυτότητας.[3] Διαμέσου τόσων διαφορετικών κοινωνικών ‘δυστυχημάτων’ η Αλβανική κοινωνία είναι ένα ‘έξοχο’ παράδειγμα μετανεωτερικότητας. Η ειρωνεία ακριβώς έγκειται εκεί. Η Αλβανία θρηνεί την νεωτερικότητα, χωρίς να προλάβει εντούτοις να διαπεράσει ολοκληρωτικά το κατώφλι της.[4] Διακλαδώνει, λοιπόν, παραδοσιακές, διαστρεβλωμένες εν πολλοίς, φυλετικές δομές, τη σοσιαλνοσταλγία για την σχετική υπαρξιακή ασφάλεια, και μια υπερφιλελεύθερη, άναρχη οικονομία, που μεταφράζεται σε μια κοινωνία Δαρβινικού εφιάλτη.[5] Μόλις πρόσφατα, ο Σαλί Μπερίσα ανακοινώνει: Θα ιδιωτικοποιήσουμε κάθε στρατηγικό τομέα της οικονομίας, εκτός από την εκπαίδευση και την υγεία!
Ωσάν να μην ήταν όλα ιδιωτικοποιημένα. Η δημόσια εκπαίδευση είναι τόσο υποβαθμισμένη σε κάποιες περιοχές που η μόνη λύση είναι τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
Η ελίτ ούτως ή άλλως έχει εντρυφήσει στο παιχνίδι καιρό τώρα. Από την Αρσάκειο Τιράνων, έως τις γαλλο-αλβανικές και τις γερμανο-αλβανικές και τις ιταλο-αλβανικές σχολές φυτώρια, μια νέα, δημοκρατικοφρονούσα γενεά περιμένει να αναδειχθεί.
Παράλληλα με την εικόνα μιας ελίτ που ανασυντίθεται μια πολυσύνθετη και ετερόκλητη εθνική μυθολογία διαβιώνει με μια παράλληλη ασίγαστη ορμή για εξορία. Η ‘γκρίζα’ οικονομία και η μετακίνηση των μεταναστών εργατών διασφαλίζει επί τω έργω τη διαβίωση χιλιάδων οικογενειών.
Σ’ένα τέτοιο υπόβαθρο ο ενθουσιασμός που εκφράζεται υπέρ των ευρωπαικών δομών λειτουργεί ως ένας αντεστραμμένος καθρέφτης που στρέφεται εναντίον της αλβανικής σύγχρονης πολιτικής ελίτ, βαθιάς διεφθαρμένης και αρπακτικής.
Μιας συνεχής ματαίωσης του ρητού αμ’ έπος αμ’ έργον, το οποίο καταρρέει συστηματικά, εν όψει των πολυδιαφημισμένων σχεδίων ανόρθωσης που μετατρέπονται από φιλόδοξες υποσχέσεις σε προσωπικές, αδιέξοδες και ασυμφιλίωτες ερίδες.
Η πολιτική ελίτ της Αλβανίας δεν έχει να παρουσιάσει κάποια, σχετικά σημαντική διαφοροποίηση, σε σύγκριση με τα γνωστά χονδρικά, ως βαλκανική πολιτική μετακομμουνιστική τυπολογία. Πρόκειται, εν ολίγοις, για την ανακύκλωση της ίδιας πολιτικής ελίτ που κυριαρχούσε και προτέρως∙ να επισημανθεί εδώ ότι το αλβανικό ‘σοσιαλιστικό’ μοντέλο δεν διέφερε των ομόρων του μόνο ως προς την ιδεολογική αυταρχικότητα και αρτηριοσκλήρυνση αλλά και ως προς την ‘ενδοφυλετική’ και πελατειακή λογική του.[6]
Με το πέρασμα στην, νηπιακή, πολυκομματική δημοκρατία οι ρόλοι αντίστραφηκαν μόνο ως προς την εσωτερική νομή της εξουσίας ανάμεσα στις υπάρχουσες συγκροτημένες φράξιες. Οι τελευταίες περιελάμβαναν εμφανές και κυρίαρχο το τοπικιστικό στοιχείο αλλά και την ιδιαίτερα ολιγαρχική δομή της εξουσίας.
Ένα πασιφανές παράδειγμα είναι, οπωσδήποτε, η μετατροπή-μετάλλαξη του Κόμματος της Εργασίας της Αλβανίας σε Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας, χωρίς εν τω μεταξύ να περιέρθει κάποια ουσιαστική αλλαγή στις δομές του, παρά μόνον στις προγραμματικές του διακηρύξεις.[7] Ο πρώην πρωθυπουργός Ραμίζ Αλία, δεξί χέρι του αποθανών Ενβέρ Χότζα, προωθεί εν μέσω της γενικότερης πολιτικής αναταραχής και προς διευκόλυνση της μεταστροφής της αλβανικής δεινής οικονομικής θέσης τον Φάτος Νάνο, οικονομολόγο και επί μακρόν στέλεχος του καθεστώτος.
Ο τελευταίος, μαζί με τον Σαλί Μπερίσα, τον προέδρο του φοιτητικού κινήματος μέσα από το οποίο ξεπήδησε το Δημοκρατικό Κόμμα Αλβανίας, θα διαχειριστούν εν είδη μονοπωλίου την κρατική εξουσία σ’όλη την μεταβατική περίοδο από την κομμουνιστική αυτο-απομόνωση έως τις μέρες μας.
Η όλη περίοδος μετάβασης, από τις αρχές του 1990 έως στο κλείσιμο της πρώτης δεκαετίας, είδαν την αλβανική κοινωνία να πολυδιασπάται.
Η πρώτη και κυριότερη αφορά το μέγα κύμα εξόδου που ακολούθησε από τη στιγμή του ανοίγματος των συνόρων, παράλληλα με τις εξαιρετικά αντίξοοες συνθήκες διαβίωσης, το βάρος των οποίων συντριβώνταν πάνω στη καταρρεύση μιας υποτυπώδους κρατικής οργάνωσης. Μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές το 1991, με το Σοσιαλιστικό Κόμμα να κερδίζει τις εκλογές, ακολούθησε η αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων και εκ νέου μια εκλογική αναμέτρηση, εν μέσω πολιτικής βίας, η οποία ανέδειξε νικητές το Δημοκρατικό Κόμμα.
Το σημείο καμπής, βέβαια, θεωρείται η διαβόητη κρίση των ‘πυραμίδων’ το 1997, που ανέτρεψε μια ήδη ταραχώδη κοινωνικοοικονομική πορεία και έσυρε τη χώρα στα όρια του πολιτικού χάους, με τη λεηλάτηση στρατοπέδων, τις ανοιχτές βιοπραγίες και έναν παρολίγο εμφύλιο πόλεμο,[8] που διεξαγόταν , στο λεκτικό επίπεδο με όρους Βορρά-Νότου, αλλά συμπεριελάμβανε κυρίως τις ασίγαστες έχθρες των διαφορετικών πολιτικών φατρίων.
Κατά την άποψή μου, και λαμβάνοντας υπόψην, όλες τις δυνατές ενδείξεις[9], θεωρώ πως αυτή που είναι διαχυθείσα διανοητική προσέγγιση των περασμένων, δεν είναι η υπάρξη μιας σοσιαλνοσταλγίας στιβαρά εντυπωμένης στον κοινωνικό κορμό, αλλά μια γενικότερη κατάσταση απολιτικότητας μπροστά από τα πολλαπλά αδιέξοδα που ανυψώνονται.
Σε αναλογία και με τις υπόλοιπες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, υπήρξε μια προσπάθεια για επαναδιαπραγμάτευση και κάθαρση από την ‘σοσιαλιστική’ κληρονομιά, η οποία ενίοτε αναζωπυρώνεται, σκοπίμως, προς όφελος μικροπολιτικών υπολογισμών. Στην Αλβανία κάτι παρόμοιο κατέστη πρακτικά αδύνατο.
Εν γένει η μόνη θετική αποτίμηση για τη ‘σοσιαλιστική’ περίοδο αφορά την υπάρξη τάξης και ασφάλειας, της λογοδοσίας της δημόσιας διοίκησης και μιας σχετικά σταθερής ταυτότητας, μακριά από τον κυκεώνα της παγκοσμιοποίησης και των μεταναστευτικών ρευμάτων. Αν και ο τάφος του Ενβέρ Χότζα συνεχίζει να είναι τακτικό σημείο προσκυνήματος στην επέτειο θάνάτου του, από ομάδες αμετανόητων παρτιζάνων, εντούτοις το όλο θέαμα αντιμετωπίζεται σκωπτικά και ελαφρά από τις νεότερες γενιές, οι οποίες είναι στραμμένες σε βιοποριστικές αναγκαιότητες και θεωρούν την Χοτζική περίοδο το προπατορικό αμάρτημα που καλούνται να ξεπλύνουν.
Σε αντίθεση με τη γνωστή σοσιαλνοσταλγία που επικρατεί στη Ανατολική Γερμανία, και αποτυπώνει κυρίως τους όρους άνισης μετάβασης και απογοήτευσης από τα δυτικά ‘αδέρφια τους’ όσον αφορά την ενσωμάτωση στις οικονομικές δομές της ενωμένης πλέον, καπιταλιστικής Γερμανικής Ομοσπονδίας, στην Αλβανία, απ’την άλλη το να μιλάς κανείς για μετάβαση είναι στα όρια ποιητικής αδείας εμπνεύσεως Ιονέσκο. Στη Ανατολικο-γερμανική περίπτωση ταιριάζει το ρωμαικό ρητό ‘Vae Victis’ αφού σ’ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού παραμένει μια γλυφή αίσθηση εκδικητικότητας εκ μέρους των Δυτικο-γερμανικών αρχών, κατά τον πρώιμο αλλά και μετέπειτα χειρισμό της πολιτικής επανένωσης.[10]
Η αλβανική σοσιαλνοσταλγία είναι περιορισμένη και όπου είναι υπαρκτή αντανακλά τα παράπλευρα θύματα της μετάβασης. Τα οποία σημειωτέον είναι πολλά λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Παραδόξως, όμως, αυτή η δυσχερής κατάσταση δεν έχει μεταφραστεί σ’ένα υπαρκτό κύμα αμφισβήτησης της παρούσας κατάστασης αλλά περισσότερο ως κύμα φυγής, νοητικής και πραγματικής, και ολικής άρνησης όλης της ‘σοσιαλιστική’ κληρονομιάς.
Πριν κλείσω όμως θα πρέπει να αρθούν κάποιες νοητικές παρανοήσεις.
Η Αλβανία κατά την προσωπική μου άποψη, υπό τον Χότζα, μέχρι τη δεκαετία του 70 κατάφερε κάτι που οι Αλβανοί επιθυμούσαν από τα μέσα του 19ου και πρωτύτερα. Συγκροτήθηκε σε κράτος, απέκτησε δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, έφτιαξε βαριά βιομηχανία, ηλεκτροποίησε την χώρα απ’άκρη σ’άκρη. Απέκτησε αυτόνομη διεθνή υπάρξη για πρώτη φορά. Έφερε τη αγροτική μεταρρύθμιση που τόσο χρειαζόταν, ( η μετέπειτα ολότελα λανθασμένη πολιτική, στον τρόπο της, κολλεκτιβοποίησης σε συνδυασμό με τη διεθνή σφαίρα, βλέπε ρήξη με Μόσχα και Πεκίνο, είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία ), απέκτησε υγειονομική περίθαλψη δημόσια, έδωσε ασφάλεια στον πληθυσμό. Εάν στο τέλος αυτή η λαική εποποιία μετατράπηκε σε σατράπεια κομματική, πάλι κατά την άποψή μου, δεν ήταν θέσφατο, αλλά αποτέλεσμα μακρών ιστορικών διεργασιών εν μέρει αλλά και ιστορικών λαθών – εγκλημάτων από τις κομματικές ηγεσίες.
Υπάρχουν όμως νέα κινήματα, αν και σε εμβρυακό στάδιο, που αναδεικνύονται.
Ένα απ’αυτά, με επικέντρο το Ινστιτούτο Γκράμσι στα Τίρανα ( έτυχε φορές χαβαλεδιάζοντας με τον αδερφό μου, να συσχετίζουμε τον Γκράμσι με την ομώνυμη πόλη της Αλβανίας Γκράμς, για να κουφαθούμε όταν μάθαμε ότι ο Γκράμσι, πράγματι, είχε αλβανική καταγωγή! Ίσως να εξηγεί και γιατί τάγματα Ιταλών στρατιωτών που ενώθηκαν με τους Αλβανούς παρτιζάνους, εναντίων των Γερμανών, πήραν το όνομα Αντόνιο Γκράμσι ) είναι από τις πιο αξιοσέβαστες πρόσπαθειες που μπορεί να υπάρξει αυτή τη στιγμή και η οποία κινείται στον χώρο της κριτικής κομμουνιστικής αριστεράς. Το ευτύχημα είναι ότι κρατάει μια καθαρή στάση τόσο για τον υπαρκτό, για την υπερ-νεοφιλελεύθερη τζιχάντ που έχει υποστεί η αλβανική κοινωνία και όλα τα Βαλκάνια, αλλά και μια σωστή, διεθνιστική γραμμή όσον αφορά στα εθνικά ζητήματα των Αλβανών. (Κοσσυφοπέδιο, ΠΓΔΜ) και δεν πέφτει σε εθνοκομμουνιστική αρλούμπα τύπου Άρδην. Σας το λέω είναι θαύμα!
Σας παραπέμπω στο παρακάτω λινκ για όσους γαλλόφωνους εξ’εσάς, με μια συνέντευξη όπου αναλύονται περαιτέρω οι ιδέες και ο ρόλος της οργάνωσης.
http://saktivista.com/ και http://antoniogramshi.org/?p=38
[1] Ο μέσος προσδόκιμος όρος ζωής υπολογίζοταν επίσης στα 38 χρόνια. http://countrystudies.us/albania/index.htm , βλέπε για μια συνοπτική αλλά ακριβή περιγραφή της κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης.
[2] Δεν θα πρέπει ουδόλλως να παραληφθεί το γεγονός της συνεχιζόμενης εθνοτικής έντασης στον ευρύτερο χώρο της αλβανοφωνίας, με χαρακτηριστικότερα τα τραγικά αποτελέσματα του πολέμου στο Κόσσοβο, με την Αλβανία να υποδέχεται σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, μόλις έχοντας, σχεδόν, διαβεί το κατώφλι ενός εμφυλίου πολέμου, παραπλεύρη απώλεια, της κρίσεως με τα πυραμιδικά σχήματα επένδυσης το 1997.
[3] http://www.osservatoriobalcani.org/article/articleview/12087/1/41/ Βλέπε εδώ το θεματική που προέκυψε περί αποσλαβοποίησης τοπωνυμίων από τον Πρωθυπουργό της Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα. Μια εξαιρετικά αμφίβολη κίνηση εν μέσω οικονομικής κρίσης και ένα θέμα το οποίο δεν άγγιξε, τη κρισιμότερη περίοδο της κατασκευής του αλβανικού κράτους, ούτε ο Ενβέρ Χότζα. Στην Ελλάδα ο Μεταξάς υπήρξε πιο γρήγορο πιστόλι επί του θέματος.
[4] Σ’αυτό το σημείο συμφωνούμε με την ανάλυση του Έρικ Χομπσμπάουμ (Η εποχή των άκρων- ο σύντομος εικοστός αιώνας) αναφορικά με τη φύση και τον ρόλο των ‘σοσιαλιστικών’ κρατών ως φορείς της νεωτερικότητας σε υπανάπτυκτες οικονομικά χώρες.
[5] http://balkans.courriers.info/article14520.html
[6] Πρόκειται περί της περίφημης διζωνικής διαλεκτικής διαφοροποίησης με σύνορο τον ποταμό Σκουμπίνι. Βορείως του οι Γκέκηδες και νοτίως οι Τόσκηδες, με τις ποίκιλες, εντούτοις, υποδιαιρέσεις τους, σε κλίμακα, πρώτερα, φυλής και θρησκευτικής υπαγωγής (Ορθόδοξοι-Καθολικοί-Μουσουλμάνοι, οι τελευταίοι πάλι υποδιαιρεμένοι σε Σουνίτες και σε Μπεκτασί, η ντόπια επικρατούσα μορφή του Ισλάμ. Ο λόγως για ένα εξαιρετικά συγκρητικό θρησκευτικό δόγμα.
[7] http://www.shekulli.com.al/2010/02/13/qe-i-vogel-e-kuptoja-ku-duhej-ta-zija-radhen-e-qumeshtit.html
[8] Ενδεικτικό είναι ότι η ταραγμένη περίοδος του 1996-1997 αναφέρεται από τους αλβανούς πολίτες ως ‘πόλεμος’, μια χομπσιανή κατάσταση πολέμου όλων εναντίων όλων. Ο νόμος της κάννης και των ληστρικών συμμοριών ανάγκασαν τη διεθνή κοινότητα να αποστείλει μια ειρηνευτική δύναμη για την ομαλοποίηση της κατάστασης και την επαναφορά μιας κάποιας κανονικότητας,
[9] Ο λόγος για τη κυριαρχούσα τυπολογία παραγωγής δημοσίου λόγου που διαχέεται από τα αλβανικά ΜΜΕ, τη διπολικότητα της αλβανικής πολιτικής ζωής, αλλά και των υφισταμένων οικονομικών συνθηκών, σε συνάρτηση με τις υφιστάμενη οικονομική και πολιτική διεθνή κατάσταση.
[10] http://english.aljazeera.net/focus/theberlinwall/2009/11/20091181316177872.html
Συγνωμη για την αλλαγη θεματος, αλλα αυτη την ωρα στη Μηχανιωνα, φασιστες και πλοιοκτητες εισβαλλουν σε σπιτια Αιγυπτιων και δερνουν και απειλουν. Το θεμα πρεπει να γινει γνωστο στο πανελληνιο με ολα τα δυνατα μεσα.
Άς αφήσουμε τους γέρους αυτοί νοσταλγούν πάντα.
Για το σημερινό κομμάτι παραγωγής που δεν καρπώθηκε από την πτώση του Χότζα, τους 50ρηδες και τους 40ρηδες…τι γίνεται; Αυτοί «σοσιαλνοσταλγούν»? Θυμούνται την βαριά βιομηχανία του Χότζα και την απομόνωση?
Όχι ιδιαίτερα θα έλεγα…Τι μπορείς, άλλωστε, να νοσταλγίσεις από δεκαετίες απομόνωσης και δυσανεξίας;
Αυτό που προέχει είναι να γίνει μια αναντιστοίχιση στην έννοια και στο βίωμα που έχουν αυτοί από τον ‘σοσιαλισμό’ και σ’αυτό που προσπαθούμε να δώσουμε εμείς στο σοσιαλισμό στο σήμερα με τις πραγματικές του δυνατότητες ως διεξόδος και τη νέα κοινωνία.
Γιατί με του πάει κανείς να υπερασπιστεί τα ολοφάνερα πλεονέκτηματα που υπήρχαν θα πρέπει συνάμα να μπορεί να δώσει και μια εξήγηση για την πολιτική καταπίεση και τα χίλιμύρια όσα. Ή απλά θα πρέπει ξανά σωρηδόν να αντιμετωπίσει τις αιτίασεις ότι προωθεί ένα νέο ολοκληρωτισμό κτλ κτλ. Αλλά ευτυχώς οι ολοφάνερες αποτυχίες του σημερινού συστήματος φαίνεται να αφήνουν να εγκαταλείπεται αυτή η αμυντική στάση.
Πχ εάν τα μέτρα που επιβάλλουν εδώ για τις συντάξεις στα 67 εκεί έχουν εφαρμοστεί προ πολλού, από τα τέλη του 90 μιας και η χώρα μόλις φέτος αρνήθηκε τη συνεχόμενη ηγεμονία -επίβλεψη του ΔΝΤ.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως μια ελάχιστη πλειοψηφία θα μπορέσει να απολαύσει έστω και πενιχρές συντάξεις από τις δεκαετίες προσφοράς τους στο κοινωνικό σύνολο. Πρόσφατα, υπήρξαν και απεργιακές κινητοποιήσεις εργατών ορυχείων για τα δεδουλευμένα τους που κατέληξαν σε συγκρούσεις με την αστυνομία, μετά την άρνηση του πρωθυπουργού να τους συναντήσει. Ο μέσος όρος συνταξιόδοτησής τους είναι τέτοιος που πρακτικά τους αφήνει στο κλαρί.
Αλλά όταν βέβαια η χώρα εισάγει κρατούμενους του Γκουαντανάμο και είναι η πρώτη που στέλνει στρατιώτες στο Αφγανιστάν ίσως τα λόγια να είναι περιττά.
Έλα ρε συ μην διαμαρτύρεσαι κι εσύ για την σύνταξη…Ολόκληρο ζήτημα το κάναμε! Η πιο δημιουργική δεκαετία μας θα είναι αυτή των 70! Θα πετάμε!
Α ρε Ταλίμπ το φαγε η μαρμάγκα το άρθρο σου!
Αν δεν είμαστε και οι δυο ξενιτιμένοι θα το είχαμε καταλάβει ότι είναι λίγο δύσκολο να ασχοληθούν οι εν Ελλάδι με κάτι άλλο εκτός από την κρίση και την αντίσταση σ’αυτή.
Πάντως αναρωτιέμαι… Είδα πολλές φωτογραφίες μαύρων και μπαγκλαντεσιανών μεταναστών στις πορείες, αλλα δε ξέρω κατα πόσο απεργούν και κατεβαίνουν στις πορείες Αλβανοί εργάτες που είναι το πιο δομικά ενταγμένο κομμάτι στην εργατική τάξη της Ελλάδας.
Αν δεν κινητοποιηθούν δυναμικά κι αυτοί τίποτα δε θα γίνει. Πρέπει όμως να κατανοείται από τους Έλληνες αριστερούς η εμπειρεία των Αλβανών και ο τρόπος που βλέπουν το ζήτημα καπιταλισμού – σοσιαλισμού.
Το άρθρο του Ταλίμπ αποτελεί μια πολύ σημαντική συμβολή σε αυτό.
Πρέπει επίσης να αλλάξουμε τον τρόπο που προσεγγίζονται οι Αλβανοί εργάτες στους οποίους συχνά γίνεται δασκάλεμα και τα ζητήματα που μπορούν να προκαλέσουν τριγμούς αποφεύγονται όπως η γνώμη τους για το Χοτζικό καθεστώς.
Αν δε γίνει αυτό θα την πατήσει το κίνημα στην Ελλάδα σα το ΚΚ Γαλλίας που δεν άφησε τους μετανάστες που το ψηφίζαν σε όλους τους Δήμους γύρω από το Παρίσι να ανέλθουν στη ιεραρχία του κινήματος και να αποκτήσουν ρόλο. Έτσι μεγάλα τμήματα των ντόπιων εργατών στράφηκαν στην άκρα δεξιά και οι μετανάστες απλά τα καίνε όλα κάθε τρεις και λίγο όταν η αστική βία εκφράζεται πιο γλαφυρά.
Οι Αλβανοί με την εμπειρεία τους του σοσιαλισμού ή ‘σοσιαλισμού’ έχουν επίσης πολλά να μάθουν στο ελληνικό κίνημα. Για το τι ήταν καλό και τι απαράδεκτο όπως κάνει παραπάνω και ο Ταλίμπ.
Τέλος είναι πολύ ενθαρρυντικό που μαρξιστές αρχίζουν να παρεμβαίνουν στην πολιτική ζωή της χωρας και ας κρατήσουν τα πυρά τους όσοι εύκολα θα τους βγάλουν κι αυτούς οπορτουνιστές χωρίς να προτείνουν καμιά εναλλακτική.